ιχνογραφία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιχνογραφία < αρχαία ελληνική ἰχνογραφία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ιχνογραφία θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- ιχνογράφημα
- ιχνογράφηση
- ιχνογραφικός
- ιχνογράφος
- ιχνογραφώ
- → δείτε τις λέξεις ίχνος και γράφω