ισόμοιρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ισόμοιρος < αρχαία ελληνική ἰσόμοιρος
Επίθετο επεξεργασία
ισόμοιρος
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ισομοιράζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ισόμοιρος
|
Δείτε επίσης : ἰσόμοιρος |
ισόμοιρος
|