ιστοκαλλιέργεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιστοκαλλιέργεια < ιστός + καλλιέργεια, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική tissue culture
Ουσιαστικό επεξεργασία
ιστοκαλλιέργεια θηλυκό
- καλλιέργεια ιστών ή οργάνων σε θρεπτικό μέσο, κάτω από τεχνητά ελεγχόμενες συνθήκες, καλλιέργεια in vitro
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιστοκαλλιέργεια