ισοπεδωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ισοπεδωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ισοπεδώνω
Μετοχή επεξεργασία
ισοπεδωμένος, -η, -ο
- που έχει ισοπεδωθεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
ισοπεδωμένος
|
ισοπεδωμένος, -η, -ο
|