Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ισοπαλία οι ισοπαλίες
      γενική της ισοπαλίας των ισοπαλιών
    αιτιατική την ισοπαλία τις ισοπαλίες
     κλητική ισοπαλία ισοπαλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ισοπαλία < ισόπαλος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ισοπαλία θηλυκό

  • (αθλητισμός) αγώνας που τελειώνει χωρίς να υπάρχει νικητής

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία