ισολευκίνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ισολευκίνη θηλυκό
- (βιολογία) ένα από τα είκοσι αμινοξέα που βρίσκονται συνήθως στην πρωτεΐνη.
- (βιοχημεία, αμινοξύ) απαραίτητο αμινοξύ με τύπο CH3-CH2-CH(CH3)-CH(NH2)-COOH και σύμβολο Ile ή I. Είναι ισομερής με τη λευκίνη
Μεταφράσεις επεξεργασία
ισολευκίνη