ισοκόρυφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ισοκόρυφος < ελληνιστική κοινή ἰσοκόρυφος < αρχαία ελληνική ἴσος + κορυφή < κόρυς
Επίθετο επεξεργασία
ισοκόρυφος, -ή, -ο
- (λόγιο) (για βουνά ή γραφικές παραστάσεις) που οι κορυφές τους έχουν το ίδιο ύψος
- (μεταφορικά) (λόγιο) ισοδύναμος, ισάξιος
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ισοκόρυφος
|