ισοθερμιδικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ισοθερμιδικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
ισοθερμιδικός, -ή, -ό
- που προσφέρει τις ίδιες θερμίδες με κάτι άλλο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ισοθερμιδικός
|
ισοθερμιδικός, -ή, -ό
|