Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ισοθερμία οι ισοθερμίες
      γενική της ισοθερμίας των ισοθερμιών
    αιτιατική την ισοθερμία τις ισοθερμίες
     κλητική ισοθερμία ισοθερμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ισοθερμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική isothermie[1] < αρχαία ελληνική ἴσος + θερμ(ός) + -ία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.so.θeɾˈmi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐σο‐θερ‐μί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ισοθερμία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. {Π:Μπαμπινιώτης 2002}}