Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιρασιοναλιστής οι ιρασιοναλιστές
      γενική του ιρασιοναλιστή των ιρασιοναλιστών
    αιτιατική τον ιρασιοναλιστή τους ιρασιοναλιστές
     κλητική ιρασιοναλιστή ιρασιοναλιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιρασιοναλιστής < γαλλική irrationaliste < irrationalisme + -iste < ir- + rationalisme < γαλλική rationalis < ratio < ratus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος reor < πρωτοϊταλική *rēōr < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂reh₁- (σκέφτομαι) < *h₂er- (ἀραρίσκω)

  Προφορά επεξεργασία

|γλ=el|i.ɾa.si̯o.na.liˈstis}}

τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐ρα‐σιο‐να‐λι‐στής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιρασιοναλιστής αρσενικό (θηλυκό: ιρασιοναλίστρια)

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία