ιπποκόμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιπποκόμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἱπποκόμος[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.poˈko.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ιπ‐πο‐κό‐μος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ιπποκόμος αρσενικό
- ο υπεύθυνος που ασχολείται με την καθαριότητα, την υγεία και τη διατροφή των αλόγων
Συγγενικά επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιπποκόμος
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ιπποκόμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας