ιπποδύναμη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ιπποδύναμη | οι | ιπποδυνάμεις |
γενική | της | ιπποδύναμης* | των | ιπποδυνάμεων |
αιτιατική | την | ιπποδύναμη | τις | ιπποδυνάμεις |
κλητική | ιπποδύναμη | ιπποδυνάμεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ιπποδυνάμεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιπποδύναμη < ιππο- + δύναμη < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική horsepower[1] (νεολογισμός του James Watt από το 1782)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.poˈði.na.mi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ιπ‐πο‐δύ‐να‐μη
Ουσιαστικό επεξεργασία
ιπποδύναμη θηλυκό
- μονάδα μέτρησης της ισχύος των μηχανών ή των κινητήρων
- ποια είναι η εγκατεστημένη ιπποδύναμη στη βιομηχανία σας;
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιπποδύναμη
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ιπποδύναμη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας