ιξώδες
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ιξώδες | τα | ιξώδη |
γενική | του | ιξώδους | των | ιξωδών |
αιτιατική | το | ιξώδες | τα | ιξώδη |
κλητική | ιξώδες | ιξώδη | ||
Κατηγορία όπως «ιδεώδες» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιξώδες: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ιξώδης < ιξός στη σημασία: κολλώδης ουσία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /iˈkso.ðes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐ξώ‐δες
Ουσιαστικό επεξεργασία
ιξώδες ουδέτερο
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ιξώδες στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- «ιξώδης» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)