ιντερνούντσιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιντερνούντσιος < (λόγιο δάνειο) ιταλική internuncio < λατινική internuntius < inter + nuntius
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /in.teɾˈnun.t͡si.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐ντερ‐νούν‐τσι‐ος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ιντερνούντσιος αρσενικό
- απεσταλμένος ή διπλωματικός εκπρόσωπος του πάπα σε διπλωματικές αποστολές του Βατικανού στο εξωτερικό, που εκτελεί τα καθήκοντα του νούντσιου, όταν ο τελευταίος δεν υπάρχει
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιντερνούντσιος