Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ιλυόλιθος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
ιλυόλιθ
ος
οι
ιλυόλιθ
οι
γενική
του
ιλυόλιθ
ου
των
ιλυόλιθ
ων
αιτιατική
τον
ιλυόλιθ
ο
τους
ιλυόλιθ
ους
κλητική
ιλυόλιθ
ε
ιλυόλιθ
οι
Κατηγορία
όπως «
αντίλαλος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ιλυόλιθος
<
ιλύς
+
-ο-
+
λίθος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ιλυόλιθος
αρσενικό
(
γεωλογία
) (
ορυκτολογία
)
πέτρωμα
από
ιλύ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ιλυόλιθος
αγγλικά
:
siltstone
(en)
,
mudstone
(en)