Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
σύνθεση ικεμπάνα με λουλούδια

  Ετυμολογία επεξεργασία

ικεμπάνα < (άμεσο δάνειο) ιαπωνική 生け花 (いけばな, ikebana)


  Ουσιαστικό επεξεργασία

ικεμπάνα θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία