ιερωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιερωμένος < (ελληνιστική κοινή) ἱερωμένος < αρχαία ελληνική ἱερόω / ἱερῶ < ἱερός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ish₂ros
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.e.ɾoˈme.nos/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ιερωμένος αρσενικό
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ιερός