ιεροτελεστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιεροτελεστικός < ιεροτελεστία + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
ιεροτελεστικός
- που έχει σχέση με ιεροτελεστία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ιεροτελεστία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιεροτελεστικός