ιεροσυλία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιεροσυλία < αρχαία ελληνική ἱεροσυλία < ἱερός και συλῶ
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.e.ɾo.siˈli.a/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ιεροσυλία θηλυκό
- ιερόσυλη πράξη
- Η εκδήλωση ελλείψεως σεβασμού σε αξία,πρόσωπο κ.λπ. που θεωρείται ιερό,αξιοσέβαστο