ιεραποστολικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιεραποστολικός < ιεραπόστολος
Επίθετο επεξεργασία
ιεραποστολικός -ή -ό
- που αναφέρεται ή ανήκει ή ταιριάζει στον ιεραπόστολο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιεραποστολικός
ιεραποστολικός -ή -ό