Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

το ιερακοειδές (el) ουδέτερο

  Επίθετο επεξεργασία

το ιερακοειδές (el) ουδέτερο
βλ. ο ιερακοειδής αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία