ιερακοειδές
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
το ιερακοειδές (el) ουδέτερο
- το ιερακιδές
Επίθετο επεξεργασία
το ιερακοειδές (el) ουδέτερο
βλ. ο ιερακοειδής αρσενικό
- το ιερακόσχημο, οτιδήποτε γερακόσχημο (πχ. θυρεός κτλ.) ή που θυμίζει γεράκι