Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιδρυματισμός οι ιδρυματισμοί
      γενική του ιδρυματισμού των ιδρυματισμών
    αιτιατική τον ιδρυματισμό τους ιδρυματισμούς
     κλητική ιδρυματισμέ ιδρυματισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιδρυματισμός < ίδρυμα + -ισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική institutionalism)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιδρυματισμός αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία