ιδιόμελος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ιδιόμελος, -η, -ο
- (φιλολογία) αυτός που έχει δική του, ιδιαίτερη, μελωδία
- ιδιόμελος ύμνος
- ιδιόμελη ωδή
- ιδιόμελο τροπάριο
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιδιόμελος
|