ιδεολογικοπολιτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιδεολογικοπολιτικός < ιδεολογικός + πολιτικός
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ιδεολογικοπολιτικός, -ή, -ό
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιδεολογικοπολιτικός
|
ιδεολογικοπολιτικός, -ή, -ό
|