Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιδεοκρατικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἰδεοκρατικῶς.(Χρειάζεται τεκμηρίωση…) Μορφολογικά αναλύεται σε ιδεοκρατικ(ός) + -ώς

  Επίρρημα επεξεργασία

ιδεοκρατικώς

  Πηγές επεξεργασία