ιδεοκρατικώς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιδεοκρατικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἰδεοκρατικῶς.(Χρειάζεται τεκμηρίωση…) Μορφολογικά αναλύεται σε ιδεοκρατικ(ός) + -ώς
Επίρρημα επεξεργασία
ιδεοκρατικώς
Πηγές επεξεργασία
- ιδεοκρατικώς - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)