θωμισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | θωμισμός | οι | θωμισμοί |
γενική | του | θωμισμού | των | θωμισμών |
αιτιατική | τον | θωμισμό | τους | θωμισμούς |
κλητική | θωμισμέ | θωμισμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- θωμισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο γαλλική thomisme < λατινική Thomas: Thomas Aquinas (Θωμάς Ακινάτης) < αρχαία ελληνική Θωμᾶς + -ισμός [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /θo.miˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θω‐μι‐σμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
θωμισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία, θρησκεία) οι φιλοσοφικές και θεολογικές πεποιθήσεις του Θωμά Ακινάτη
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
θωμισμός
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ θωμισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας