Ετυμολογία

επεξεργασία
θυματοποιώ < θύμα + -ποιώ ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική victimize)

θυματοποιώ (παθητική φωνή: θυματοποιούμαι)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία