Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θρεονίνη οι θρεονίνες
      γενική της θρεονίνης των θρεονινών
    αιτιατική τη θρεονίνη τις θρεονίνες
     κλητική θρεονίνη θρεονίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θρεονίνη < θρεονικό οξύ • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
Συντακτικός τύπος θρεονίνης.

θρεονίνη θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία