θηλασμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | θηλασμός | οι | θηλασμοί |
γενική | του | θηλασμού | των | θηλασμών |
αιτιατική | τον | θηλασμό | τους | θηλασμούς |
κλητική | θηλασμέ | θηλασμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- θηλασμός < (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική θηλάζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
θηλασμός αρσενικό
- το να τρέφει κανείς ένα βρέφος με μητρικό γάλα
- τεχνητός θηλασμός: το να δίνει κανείς γάλα σε ένα βρέφος με το μπιμπερό