θεόπνευστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θεόπνευστος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή θεόπνευστος[1] < αρχαία ελληνική θεός + πνέω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /θeˈo.pnef.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θε‐ό‐πνευ‐στος
Επίθετο επεξεργασία
θεόπνευστος, -η, -ο
- με έμπνευση προερχόμενη από τον Θεό ή από κάτι θείο
- ※ Ἐν σοὶ λάμπει ὡς πρὸ χρόνων / τὸ οὐράνιόν σου φῶς, / ὅπερ εἶπε πρὸ αἰώνων / πᾶς θεόπνευστος σοφός. (Βασίλης Μιχαηλίδης, Εις την Εκκλησίαν)
- ※ ο Μελάς στον πρόλογο της κριτικής του για το «Δεκαήμερο» χαρακτηρίζει το Βοκάκιο ως «ρεαλιστή», «γυναικολάτρη και κοσμικό ερωτολόγο» ή αλλού «σαρκολάτρη και πιο ανθρώπινο» σε αντιδιαστολή με τους «ασκητές» Δάντη («θεολάτρη» ή «θεόπνευστο») και Πετράρχη («ιδεολάτρη» ή «ιδανιστή») (Βοκάκιος «Δεκαήμερο» :Το ξεδίπλωμα της ανθρώπινης υποκρισίας, gnomionline.gr, 5/11/2019 [1])
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
θεόπνευστος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ θεόπνευστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας