Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θερμοφόρα οι θερμοφόρες
      γενική της θερμοφόρας των θερμοφόρων
    αιτιατική τη θερμοφόρα τις θερμοφόρες
     κλητική θερμοφόρα θερμοφόρες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
τυπική, σύγχρονη θερμοφόρα από καουτσούκ (διακρίνεται και το βιδωτό πώμα της)

  Ετυμολογία επεξεργασία

θερμοφόρα < θερμο- + -φόρ(ος) (ενν. φιάλη) + , (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική hot water bottle ή

γερμανική Wärmflasche[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θερμοφόρα θηλυκό

  1. μικρός ελαστικός σάκος (παλαιότερα και από άλλα υλικά ή σε διαφορετικά σχήματα), που γεμίζεται με ζεστό νερό και χρησιμοποιείται για να θερμάνει μέρη του ανθρώπινου σώματος
  2. ηλεκτρική θερμοφόρα: συσκευή που λειτουργεί με ηλεκτρικό ρεύμα, το οποίο διαπερνά και θερμαίνει ηλεκτρικές αντιστάσεις

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία