θερμορυθμιστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θερμορυθμιστικός < θερμο- + ρυθμιστικός
Επίθετο επεξεργασία
θερμορυθμιστικός
- που συμβάλλει στη ρύθμιση της θερμοκρασίας (του σώματος, του περιβάλλοντος χώρου κ.λπ.)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
θερμορυθμιστικός
|