θερμομόρφωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θερμομόρφωση | οι | θερμομορφώσεις |
γενική | της | θερμομόρφωσης* | των | θερμομορφώσεων |
αιτιατική | τη | θερμομόρφωση | τις | θερμομορφώσεις |
κλητική | θερμομόρφωση | θερμομορφώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, θερμομορφώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- θερμομόρφωση < θερμο- + μόρφωση, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική thermoforming
Ουσιαστικό επεξεργασία
θερμομόρφωση θηλυκό
- τεχνική και διαδικασία μετατροπής, με τη συνδρομή της θερμότητας, ενός φύλλου πλαστικού σε διάφορα σχήματα που θέλουμε να του δώσουμε
- (βοτανική) η διαμόρφωση κάποιων χαρακτηριστικών των φυτών εξαιτίας της (υψηλής ή χαμηλής) θερμοκρασίας
Μεταφράσεις επεξεργασία
θερμομόρφωση