Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θερμικά < θερμικός

  Επίρρημα επεξεργασία

θερμικά

  1. από θερμική άποψη
    ένα κτήριο θερμικά προστατευμένο

  Μεταφράσεις επεξεργασία


  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

θερμικά