θεριζοαλωνιστική μηχανή

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θεριζοαλωνιστική μηχανή οι θεριζοαλωνιστικές μηχανές
      γενική της θεριζοαλωνιστικής μηχανής των θεριζοαλωνιστικών μηχανών
    αιτιατική τη θεριζοαλωνιστική μηχανή τις θεριζοαλωνιστικές μηχανές
     κλητική θεριζοαλωνιστική μηχανή θεριζοαλωνιστικές μηχανές
Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Μια θεριζοαλωνιστική μηχανή.

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεριζοαλωνιστική μηχανή < θεριζοαλωνιστικός & μηχανή, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική combine harvester

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

θεριζοαλωνιστική μηχανή θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία