Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θεριακλίδισσα οι θεριακλίδισσες
      γενική της θεριακλίδισσας των θεριακλιδισσών
    αιτιατική τη θεριακλίδισσα τις θεριακλίδισσες
     κλητική θεριακλίδισσα θεριακλίδισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεριακλίδισσα < θεριακλής + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θεριακλίδισσα θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία