Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θεούσα οι θεούσες
      γενική της θεούσας των θεουσών
    αιτιατική τη θεούσα τις θεούσες
     κλητική θεούσα θεούσες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεούσα < θε(ός) + -ούσα[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θεούσα θηλυκό (μειωτικό, ειρωνικό) (αρσενικό θεούσος)

  1. η θρησκόληπτη γυναίκα, αυτή που ασχολείται υπερβολικά με τη θρησκεία και της οποίας στερεοτυπικά η συμπεριφορά και εμφάνιση είναι πολύ συντηρητική
    Η θεολόγος μας είναι πολύ θεούσα. Όλη την ώρα σταυροκοπιέται.
  2. (μεταφορικά) άτομο το οποίο είναι (ή παριστάνει ότι είναι) σε υπερβολικό βαθμό θρήσκο ή ηθικό
    Τσακώθηκα πάλι με τη θεούσα της τάξης για τον Χάρι Πότερ.
  3. (επιθετικοποιημένο)
    Έπρεπε να πάω στη θεούσα γειτόνισσα γιατί ξέχασα τα κλειδιά μου.

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία