Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεοφραδής < θεός + φράζω

  Επίθετο επεξεργασία

θεοφραδής, -ος, -ον

  1. αυτός που μιλάει εκ μέρους θεού, ή θεών
  2. ο μάντης, ο προφήτης