Ετυμολογία

επεξεργασία
θεοστύγητος < θεός + στυγέω

  Επίθετο

επεξεργασία

θεοστύγητος, -ος, -ον

  • ο πολύ μισητός, ο θεομίσητος

Συνώνυμα

επεξεργασία