Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στυγέω < στύγω < θέμα -στυ όπως και στο στῦλος, στύω για κάτι που γίνεται σκληρό και άκαμπτο

  Ρήμα επεξεργασία

στυγέω

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία