θεομηνία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θεομηνία < (ελληνιστική κοινή) < θεός + μῆνις (οργή του θεού). Μορφολογικά αναλύεται σε θεο- + -μηνία
Ουσιαστικό επεξεργασία
θεομηνία θηλυκό
- η οργή, η μάνητα του θεού
- καταστροφικό φυσικό φαινόμενο,
- φοβερή κακοκαιρία