θεοβάδιστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θεοβάδιστος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική θεοβάδιστος < θεο- + (βαδίζω) συνοπτικό θέμα βαδισ- + -τος[1]
Επίθετο επεξεργασία
θεοβάδιστος, -η, -ο
Εκφράσεις επεξεργασία
- θεοβάδιστο όρος: το όρος Σινά. Ενίοτε και το Άγιον όρος. Θεοβάδιστο βουνό ονομάζει ο Καζαντζάκης στην Οδύσσεια του τον Όλυμπο.
Μεταφράσεις επεξεργασία
θεοβάδιστος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ θεοβάδιστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θεοβάδιστος < θεο- + βαδίζω) συνοπτικό θέμα βαδισ- + -τος
Επίθετο επεξεργασία
θεοβάδιστος
- θεοβάδιστος, για το όρος Σινά
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις θεός και βαδίζω
Πηγές επεξεργασία
- θεοβάδιστος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- θεοβάδιστος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].