θεληματικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θεληματικός < θέλημα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /θe.li.ma.tiˈkos/
Επίθετο επεξεργασία
θεληματικός, ή, ό
- που χαρακτηρίζεται από ισχυρή θέληση
- που δείχνει άνθρωπο με ισχυρή θέληση
- θεληματικό πηγούνι
- εκούσιος, με τη θέληση κάποιου