Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θειοαναγωγικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
θειοαναγωγικ
ός
η
θειοαναγωγικ
ή
το
θειοαναγωγικ
ό
γενική
του
θειοαναγωγικ
ού
της
θειοαναγωγικ
ής
του
θειοαναγωγικ
ού
αιτιατική
τον
θειοαναγωγικ
ό
τη
θειοαναγωγικ
ή
το
θειοαναγωγικ
ό
κλητική
θειοαναγωγικ
έ
θειοαναγωγικ
ή
θειοαναγωγικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
θειοαναγωγικ
οί
οι
θειοαναγωγικ
ές
τα
θειοαναγωγικ
ά
γενική
των
θειοαναγωγικ
ών
των
θειοαναγωγικ
ών
των
θειοαναγωγικ
ών
αιτιατική
τους
θειοαναγωγικ
ούς
τις
θειοαναγωγικ
ές
τα
θειοαναγωγικ
ά
κλητική
θειοαναγωγικ
οί
θειοαναγωγικ
ές
θειοαναγωγικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
θειοαναγωγικός
<
θείο
+
-ο-
+
αναγωγικός
Επίθετο
επεξεργασία
θειοαναγωγικός
(
χημεία
) που κάνει
αναγωγή
με
το
θείο
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
θείο
,
ανάγω
και
άγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θειοαναγωγικός