θειικό οξύ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θειικό οξύ < → δείτε τις λέξεις θειικός και οξύ ((μεταφραστικό δάνειο) (αγγλικά) sulfuric acid)
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
θειικό οξύ ουδέτερο
- χημική ένωση με μοριακό τύπο H2SO4. Είναι ανόργανο ισχυρό καυστικό οξύ, που προκαλεί εγκαύματα, αν πέσει στο δέρμα.
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
θειικό οξύ