θαφτός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | θαφτός | η | θαφτή | το | θαφτό |
γενική | του | θαφτού | της | θαφτής | του | θαφτού |
αιτιατική | τον | θαφτό | τη | θαφτή | το | θαφτό |
κλητική | θαφτέ | θαφτή | θαφτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | θαφτοί | οι | θαφτές | τα | θαφτά |
γενική | των | θαφτών | των | θαφτών | των | θαφτών |
αιτιατική | τους | θαφτούς | τις | θαφτές | τα | θαφτά |
κλητική | θαφτοί | θαφτές | θαφτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- θαφτός < θάβω
Επίθετο επεξεργασία
θαφτός
- ο θαμμένος
Μεταφράσεις επεξεργασία
θαφτός
|