θαλασσόβρεχτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
θαλασσόβρεχτος, -η, -ο
- που βρέχεται από τη θάλασσα
- θαλασσόβρεχτος τόπος
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
θαλασσόβρεχτος
|
θαλασσόβρεχτος, -η, -ο
|