Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θαλάσσιο θηλαστικό τα θαλάσσια θηλαστικά
      γενική του θαλάσσιου θηλαστικού των θαλάσσιων θηλαστικών
    αιτιατική το θαλάσσιο θηλαστικό τα θαλάσσια θηλαστικά
     κλητική θαλάσσιο θηλαστικό θαλάσσια θηλαστικά
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θαλάσσιο θηλαστικό < → δείτε τις λέξεις θαλάσσιος και θηλαστικό

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

θαλάσσιο θηλαστικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία