Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ηχοπέτασμα τα ηχοπετάσματα
      γενική του ηχοπετάσματος των ηχοπετασμάτων
    αιτιατική το ηχοπέτασμα τα ηχοπετάσματα
     κλητική ηχοπέτασμα ηχοπετάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ηχοπέτασμα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ηχοπέτασμα ουδέτερο

  • μεγάλη κάθετη επιφάνεια, από ελαφρύ συνήθως υλικό, που χρησιμοποιείται για να μειώνει την ένταση των ήχων που προέρχονται από την κίνηση στους αυτοκινητόδρομους

  Μεταφράσεις επεξεργασία