Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ηχομίμηση οι ηχομιμήσεις
      γενική της ηχομίμησης* των ηχομιμήσεων
    αιτιατική την ηχομίμηση τις ηχομιμήσεις
     κλητική ηχομίμηση ηχομιμήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ηχομιμήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ηχομίμηση: (νεολογισμός) < ηχομιμητικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ηχομίμηση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία